- λαχειοφόρος
- α, ο[у] беспроигрышный, выигрышный;
λαχειοφόρα ομολογία — облигация выигрышного займа;
λαχειοφόρα αγορά — беспроигрышная вещевая лотерея
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λαχειοφόρα ομολογία — облигация выигрышного займа;
λαχειοφόρα αγορά — беспроигрышная вещевая лотерея
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λαχειοφόρος, -ος — και α, ο ό,τι δίνει το δικαίωμα συμμετοχής σε κλήρωση κερδών: Κέρδισε ένα αυτοκίνητο στη λαχειοφόρα αγορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαχειοφόρος — ο, θηλ. και α αυτός που γίνεται με λαχείο, με λαχνό, αυτός που παρέχει δικαίωμα συμμετοχής σε κλήρωση κερδών («λαχειοφόρος αγορά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαχεῖον + φόρος (< φέρω). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού… … Dictionary of Greek
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek